- ακροθαλασσίτης
- -ισσα, -ικοο ακρογιαλίτης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ακροθαλασσιά ή ακροθάλασσαπρβλ. επίσης Μαύρη Θάλασσα: Μαυροθαλασσίτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακροθαλασσίτης, -ισσα, -ικο — αυτός που μένει στην ακροθαλασσιά ή προέρχεται από παράλιο τόπο: Ακροθαλασσίτης εσύ και να μην ξέρεις κολύμπι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροθαλασσιά — και ακροθάλασσα, η η άκρη τής θάλασσας κοντά στη στεριά ή η άκρη τής στεριάς που βρέχεται από τη θάλασσα, ακρογιαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + θάλασσα ο μεταπλασμός αναλογικά προς τη λ. ακρογιαλιά. ΠΑΡ. ακροθαλασσινός, ακροθαλάσσιος,… … Dictionary of Greek
Γιαλούρης, Αντώνης — (Κωνσταντινούπολη 1874 – Αθήνα 1945).Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στην Κωνσταντινούπολη, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Αγωνίστηκε έντονα, μαζί με άλλους… … Dictionary of Greek